Υψηλά κέρδη και επιδοτήσεις έως 50% για τα αιθέρια έλαια

Η διαρκώς αυξανόμενη εμπορική ζήτηση για τα βότανα και η δυνατότητα δημιουργίας μιας καθετοποιημένης μονάδας παραγωγής, επεξεργασίας και μεταποίησης αρωματικών φυτών με χρηματοδότηση έως 50% μέσω του νέου επενδυτικού, δημιουργεί μια ελκυστική πρόταση για επένδυση.

Στον κλάδο της μεταποίησης των αρωματικών φυτών έχουν αρχίσει να δραστηριοποιούνται ολοένα και περισσότερες μονάδες, ενώ πολλοί ιδιώτες παραγωγοί ξεκίνησαν να ασχολούνται με την καλλιέργεια αρωματικών φυτών παράλληλα με κάποιας μορφής μεταποίηση.

Τα πιο εμπορικά αρωματικά και φαρμακευτικά φυτά στην Ελλάδα που εμφανίζουν μεγάλη ζήτηση είναι το τσάι του βουνού, η μέντα, η λεβάντα, η ρίγανη, το φασκόμηλο, το γλυκάνισο, ο βασιλικός, το μάραθο, το χαμομήλι, η δάφνη, ο δυόσμος, το κόλιανδρο, το κύμινο και το μελισσόχορτο.

Τα τελευταία χρόνια σε όλες τις διεθνείς αγορές η ζήτηση για προϊόντα φυσικής προέλευσης είναι αυξανόμενη. Τα αιθέρια έλαια που αποτελούν υψηλής οικονομικής αξίας δευτερογενή προϊόντα των αρωματικών φυτών, έχουν ιδιαίτερα σημαντική θέση σε αυτήν την κατηγορία φυτικών προϊόντων, λόγω των πολλών και διαφορετικών χρήσεων και εφαρμογών τους.

Ο νέος επενδυτικός νόμος, η εφαρμογή του οποίου αναμένεται σύντομα, ενισχύει επενδυτικές προτάσεις που αφορούν από τη μια την καλλιέργεια αρωματικών και φαρμακευτικών φυτών και από την άλλη τη μεταποίηση και παραγωγή αιθέριων ελαίων. Συγκεκριμένα, για την επεξεργασία αρωματικών και φαρμακευτικών φυτών προβλέπονται ενισχύσεις που ανάλογα με το μέγεθος της επιχείρησης και την περιφέρεια φτάνουν μέχρι και το 50% της επιλέξιμης δαπάνης.

Το μεγάλο πλεονέκτημα των φαρμακευτικών και αρωματικών φυτών σε σχέση με τα περισσότερα άλλα γεωργικά προϊόντα και ιδιαίτερα τα φρούτα και τα λαχανικά, είναι ότι έχουν τη δυνατότητα διάθεσης σε διαφορετικές αγορές.

Πρώτη αγορά: Είναι αυτή των νωπών -φρέσκων- αρωματικών φυτών όπως π.χ. ο βασιλικός, η μέντα, ο δυόσμος, το δενδρολίβανο κ.ά., τα οποία βρίσκουμε στις λαϊκές (χύδην, σε ματσάκια, σε γλαστράκια κ.λπ.), στα σούπερ μάρκετ, στις κουζίνες των εστιατορίων, των ξενοδοχείων, των σπιτιών μας κ.λπ.

Δεύτερη αγορά: Είναι η αγορά των ξηρών φυτικών υλικών των αρωματικών φυτών, που αποτελεί τη μεγαλύτερη, είτε σε όγκο παραγωγής και διάθεσης, είτε σε τζίρο.

Τρίτη αγορά: Είναι αυτή που συνήθως αφήνει και τα μεγάλα κέρδη -υπό ορισμένες όμως και απαιτητικές συνθήκες-, αυτή των αιθέριων ελαίων, η οποία βέβαια απαιτεί και σημαντικές επενδύσεις και τεχνογνωσία.

Αποδόσεις
Υπάρχουν είδη αρωματικών και φαρμακευτικών φυτών που αποδίδουν και περισσότερο από 300 ευρώ ανά στρέμμα, ενώ για τα αιθέρια έλαια η απόδοση ανά στρέμμα μπορεί να φθάσει τα 800 ευρώ. Η προώθηση και εμπορία των αρωματικών φαρμακευτικών φυτών και των αιθέριων ελαίων είναι ιδιαίτερα σημαντικές και καθορίζουν ουσιαστικά την οικονομικότητα του όλου εγχειρήματος. Αγορές υπάρχουν και μάλιστα με αρκετά περιθώρια ώστε να απορροφήσουν την όποια ελληνική παραγωγή.

Δεδομένου ότι οι συνήθεις στρεμματικές αποδόσεις των αρωματικών φαρμακευτικών φυτών στην Ελλάδα μπορούν να κυμαίνονται κατά μέσο όρο από 150 έως 500 ευρώ ή και πολύ περισσότερο (καθαρά ανά στρέμμα), ανάλογα με το είδος, το μέγεθος της καλλιεργούμενης έκτασης θα προσδιορίσει και την πρόσοδο.

Συμπερασματικά, τα αρωματικά φαρμακευτικά φυτά είναι προϊόντα που αφήνουν κέρδος, με την προϋπόθεση ότι ο παραγωγός θα ασχοληθεί σοβαρά και θα τηρηθούν οι κανόνες και αρχές για μια ποιοτική παραγωγή.

Μια μέτρια στρεμματική απόδοση, μετά την αφαίρεση των εξόδων, μπορεί να υπολογίζεται σε 150-250 ευρώ ανά στρέμμα.
 

ΕΝΙΣΧΥΣΕΙΣ

Δαπάνες που καλύπτονται

Οι δαπάνες για τις οποίες παρέχεται ενίσχυση (επιλέξιμες δαπάνες) αφορούν:

Τη διαμόρφωση του περιβάλλοντος χώρου
• Την κατασκευή ή τη βελτίωση ακινήτων
• Την προμήθεια και εγκατάσταση νέου μηχανολογικού εξοπλισμού
• Τα γενικά έξοδα μέχρι 5% του συνόλου του προϋπολογισμού, όπως αμοιβές μηχανικών, συμβούλων και άδειες πέραν των παραπάνω δαπανών, ενώ τα απρόβλεπτα ενισχύονται μέχρι 5% του συνόλου του προϋπολογισμού της αίτησης ενίσχυσης εφόσον αφορούν επιλέξιμες δαπάνες.
• Δαπάνες για μελέτες σκοπιμότητας, δαπάνες για τη δημιουργία αναγνωρίσιμου σήματος (ετικέτας) του προϊόντος, απόκτηση διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας, έρευνα αγοράς για τη διαμόρφωση της εικόνας του προϊόντος (συσκευασία, σήμανση).
• Την απόκτηση πιστοποιητικών από αρμόδιους οργανισμούς (όπως ISO, HACCP κλπ.).
• Την αγορά τηλεφωνικών εγκαταστάσεων, δικτύων ενδοεπικοινωνίας και ηλεκτρονικών υπολογιστών, συμπεριλαμβανομένου του απαραίτητου για τη λειτουργία της επένδυσης λογισμικού, φωτοτυπικών και συστημάτων ασφαλείας των εγκαταστάσεων.

(Πηγή: Έθνος)