Το εθνικό brand θα απογειώσει το ελληνικό ελαιόλαδο

Αλεξάνδρα Γκίτση 
alex@euro2day.gr

Η δημιουργία ελληνικού brand και η τυποποίηση θα μπορούσαν να αυξήσουν τα έσοδα από τις εξαγωγές ελληνικού ελαιολάδου κατά 250 εκατ. ευρώ ετησίως, εκτιμά η Εθνική Τράπεζα. Κρίσιμος παράγοντας η χάραξη νέας στρατηγικής ανάπτυξης.

Ούτε 1 ούτε 2, αλλά 250 εκατ. ευρώ χάνουν ετησίως οι Έλληνες παραγωγοί, οι εξαγωγές και κατ' επέκταση η εθνική οικονομία από την απουσία brand στο ελαιόλαδο.

Αρκεί μόνο να αναφέρουμε ότι μόλις το 27% της συνολικής εγχώριας παραγωγής ελαιολάδου φτάνει στο στάδιο της τυποποίησης, όταν το αντίστοιχο ποσοστό στην Ισπανία είναι 50% και στην Ιταλία 80%.

Εξαιτίας άλλωστε της έλλειψης τυποποίησης οι Έλληνες παραγωγοί δεν κατάφεραν να εκμεταλλευτούν τη διεθνή δυναμική των τελευταίων ετών, με αποτέλεσμα το μερίδιο της Ελλάδας στη διεθνή αγορά τυποποιημένου ελαιολάδου να έχει περιοριστεί πλέον στο 4% από 6% που ήταν τη δεκαετία του 1990.

Εξίσου ανησυχητικά όμως είναι και τα μηνύματα για την επόμενη πενταετία. Και αυτό γιατί ο ανταγωνισμός εκτιμάται ότι θα ενταθεί, με νέες εξαγωγικές χώρες να εισέρχονται στη διεθνή αγορά και με παραδοσιακές εισαγωγικές αγορές (όπως οι ΗΠΑ) να ξεκινούν να παράγουν και να εισάγουν χύμα.

Παράλληλα, η ελληνική παραγωγή ελαιολάδου εκτιμάται ότι θα δεχθεί σημαντική πίεση από την αναθεώρηση της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής (ΚΑΠ), σύμφωνα με την οποία οι επιδοτήσεις για το ελληνικό ελαιόλαδο εκτιμάται ότι θα περιοριστούν κατά 29% σε πραγματικούς όρους στο διάστημα 2013-2020. Σήμερα η εξάρτηση των Ελλήνων ελαιοπαραγωγών από τις επιδοτήσεις είναι μεγάλη και καλύπτει το 41% των εσόδων των παραγωγών, από 32% που είναι για τους Ιταλούς και 28% για τους Ισπανούς.

Συνεπώς, η παραγωγή αναμένεται να περιοριστεί κοντά στους 280.000 τόνους το 2020 – με το μερίδιο της Ελλάδας στην παγκόσμια παραγωγή να περιορίζεται στο 8,5% το 2020 από 11% το 2014.

Και όλα αυτά τη στιγμή που η παγκόσμια ζήτηση εκτιμάται ότι θα αυξάνεται με μέσο ετήσιο ρυθμό 2,7% και οι διεθνείς τιμές αναμένεται ότι θα κινηθούν ανοδικά προσεγγίζοντας τα 2,7 ευρώ/κιλό το 2020 από 2,5 ευρώ/κιλό το 2014.

Αυτά είναι μερικά μόνο από τα συμπεράσματα του νέου τεύχους των περιοδικών εκδόσεων της Εθνικής Τράπεζας ΕΤΕ +1,64% για κλάδους της ελληνικής οικονομίας, στο οποίο επισημαίνεται η ανάγκη για ένα νέο αναπτυξιακό πρότυπο για τον κλάδο του ελαιολάδου στην Ελλάδα.

Όπως σημειώνεται χαρακτηριστικά, η ανάγκη για νέα στρατηγική ανάπτυξης είναι επιτακτική, οι συνθήκες είναι ευνοϊκές και τα οφέλη από μια τέτοια αναδιάρθρωση μπορεί να είναι σημαντικά.

Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της ΕΤΕ, η τυποποίηση και η δημιουργία ελληνικού brand θα μπορούσαν να αυξήσουν τα έσοδα από εξαγωγές ελληνικού ελαιολάδου κατά 250 εκατ. ευρώ ετησίως (προσεγγίζοντας τα 560 εκατ. ευρώ ετησίως από περίπου 310 εκατ. ευρώ κατά μέσο όρο που είναι την τελευταία πενταετία).

Μπορεί λοιπόν το ελαιόλαδο να αποτελεί σημαντικό κομμάτι της ελληνικής οικονομίας (καλύπτει το 9% της συνολικής εγχώριας αγροτικής παραγωγής σε όρους αξίας -έναντι 1% στην Ευρώπη-και η Ελλάδα παραμένει ακόμη και σήμερα η τρίτη μεγαλύτερη παραγωγός ελαιολάδου παγκοσμίως με παραγωγή 0,3 εκατ. τόνων που αντιστοιχεί σε 750 εκατ. ευρώ, συνεισφέροντας το 0,4% του ΑΕΠ) ωστόσο αυτό δεν φαίνεται στο ταμείο αφού η υπεραξία χάνεται από την έλλειψη brand.

Μονόδρομος η καλύτερη αξιοποίηση της ελληνικής παραγωγής

Με τη στήριξη από τις επιδοτήσεις να περιορίζεται και με την Ιταλία να μειώνει σταδιακά την εξάρτησή της από την Ελλάδα για τις εισαγωγές της σε χύμα ελαιόλαδο (από 30% των ιταλικών εισαγωγών το 1990 σε 17% το 2014), η αναζήτηση ενός νέου μοντέλου ανάπτυξης καθίσταται πλέον μονόδρομος, σύμφωνα με την ΕΤΕ. Δεδομένου ότι η προφανής διέξοδος είναι η διεθνής αγορά τυποποιημένου ελαιολάδου, η νέα στρατηγική του κλάδου πρέπει να βασίζεται στο συνδυασμό οικονομίες κλίμακας - καθετοποίηση - τυποποίηση – προώθηση/διανομή.

Συγκεκριμένα, απαιτείται σύμφωνα με τη μελέτη: Περιορισμός του κόστους παραγωγής μέσω συγκέντρωσης σε όλα τα στάδια παραγωγής και καθετοποίηση της διαδικασίας παραγωγής, αύξηση του μεριδίου παραγωγής που τυποποιείται ώστε οι ελληνικές εταιρείες να αποκτήσουν την κρίσιμη μάζα και οργανωμένη εθνική στρατηγική προσέγγισης καταναλωτών και δημιουργίας καναλιών διανομής.

Σύμφωνα με την ΕΤΕ η διεθνής συγκυρία είναι ευνοϊκή για την πραγματοποίηση μιας τέτοιας μεταστροφής στρατηγικής, λόγω των εξής παραμέτρων:

* Σταδιακά οι καταναλωτές αναγνωρίζουν την αξία του ποιοτικού ελαιολάδου, όπως αποτυπώνεται από την αύξηση του ποσοστού του παρθένου έναντι του ραφιναρισμένου ελαιολάδου στις διεθνείς αγορές (από 70% το 1990 σε 80% το 2014). Η ποιοτική υπεροχή του ελληνικού ελαιολάδου είναι ξεκάθαρη (το 80% της ελληνικής παραγωγής είναι εξαιρετικά παρθένο, έναντι 65% της ιταλικής και 30% της ισπανικής) και συνεπώς με συνεκτικές ενέργειες προώθησης μπορεί να αναχθεί στο ανταγωνιστικό πλεονέκτημα.

* Η ανάδειξη νέων μεγάλων και δυναμικών αγορών όπως η Ρωσία και η Κίνα, στις οποίες δεν έχει ακόμα κυριαρχήσει το ιταλικό ελαιόλαδο, προσφέρουν υψηλά περιθώρια διείσδυσης του ελληνικού ελαιολάδου.

* Η δυναμική του κλάδου των επιτραπέζιων ελιών στη διεθνή αγορά την τελευταία δεκαετία αυξάνει την αναγνωρισιμότητα του ελληνικού προϊόντος ενώ προσφέρει εγκαθιδρυμένα κανάλια διανομής για τις ελληνικές επιχειρήσεις.

* Τα σχεδόν 25 εκατ. τουρίστες που επισκέπτονται ετησίως τη χώρα μας μπορούν να αναχθούν σε δυνητικούς καταναλωτές του ελληνικού ελαιολάδου στο εξωτερικό, αν τους δοθεί η ευκαιρία να γνωρίσουν το προϊόν αυτό σε τυποποιημένη μορφή στα ελληνικά εστιατόρια.